DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
subordinated loan capital δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ; κεφάλαιο δανείων μειωμένης εξασφάλισης
subordinative endocentric construction υποτακτική ενδοκεντρική κατασκευή
subpopulation υποπληθυσμός
subscribe εγγράφομαι ως συνδρομητής
subscribed capital unpaid καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο
subscribed share εκδοθείσα μετοχή
subscription data service συνδρομητική υπηρεσία δεδομένων
subscription right δικαίωμα εγγραφής; δικαίωμα προτιμήσεως; δικαίωμα κατά προτίμηση εγγραφής
Subscriptions to Newspapers and Periodicals Agreement Ειδική Συμφωνία για τις συνδρομές σε εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις
subsequent επακόλουθη
subsequent επακόλουθο
subsequent επακόλουθος
subsequent acts μετέπειτα πράξεις
subsequent acts μεταγενέστερες πράξεις
subsequent decisions μεταγενέστερες πράξεις
subsequent decisions μετέπειτα πράξεις
subsequently επακόλουθα
subservience υποταγή
subsidence risk κίνδυνος καθιζήσεων
subsiding water μειούμενη στάθμη νερού